Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μιλάω με τη

  • 1 αίνιγμα

    το загадка (тж. перен.);

    λύω αίνιγμα — разгадать загадку;

    μιλάω με αινίγματα говорить загадками

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αίνιγμα

  • 2 ακόμπιαστος

    η, ο
    1) без узлов, без узелков (о нитке и т. п.); 2) не давящийся; не захлёбывающийся;

    πίνω ακόμπιαστος — пить не давясь;

    μιλάω ακόμπιαστος — а) говорить гладко, не запинаясь; — б) говорить смело, прямо, без обиняков

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ακόμπιαστος

  • 3 απογύρι

    το, απογύραά, απογύρίδα η обл
    1) гулянье; 2) окольный путь, обход;

    μιλάω με απογύρα — говорить с увёртками, крутить;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απογύρι

  • 4 γενικότητα

    [-ης (-ητος)] η
    1) общность, всеобщность; 2) универсальность; 3) общий характер; неконкретность; неопределённость;

    μιλάω με πολλές γενικότητες — говорить в общем

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γενικότητα

  • 5 μιλώ

    (ε), μιλάω 1. μετ., αμετ.
    1) говорить, разговаривать, беседовать;

    μιλώ τα ελληνικά — разговаривать по-гречески;

    ποια γλωσσά μιλατέ; — каким языком владеете?;

    2) перен. говорить, быть выразительным;

    τα μάτια της μιλανε — у неё выразительные глаза;

    αυτή η ζωγραφιά σού μιλάει — на этой картине всё как будто живое;

    τό πράγμα μιλάει μόνο του — это само за себя говорит; — произносить речь, выступать;

    μιλώ απ' το ( — или στο) μικρόφωνο — выступать перед микрофоном;

    4) выражать, отстаивать своё мнение; возражать;
    γιατί δεν μίλησες; почему ты не возразил?; 5) обсуждать; обговаривать (разг);

    τα μιλήσαμε — об этом мы уже договорились;

    § εγώ μιλώ και γώ τ' ακούω — говорить на ветер;

    μιλιούμαι, μιλιέμαι

    1) — использоваться в качестве средства общения, быть в обиходе (о языке);

    εδώ μιλιέται η ρωσσική — здесь говорят по-русски;

    2) поддерживать хорошие отношения (с кем-л.);

    δεν μιλιούμαστε πιά — мы теперь не разговариваем (друг с другом); — мы больше не знаемся (прост.);

    μιληθήκαμε мы помирились;
    3) быть доступным (о человеке); быть отзывчивым;

    δε μιλιέται από κανένα κ — нему не подступиться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μιλώ

  • 6 μύτη

    η
    1) нос;

    ανασηκωμένη μύτη — курносый, вздёрнутый нос;

    κυρτή μύτη — орлиный нос;

    μιλάω με τη μύτ — говорить в нос;

    παστρεύω ( — или φυσώ) τη μύτη μου — сморкаться;

    η μύτη μου τρέχει αίμα — у меня идёт кровь из носа;

    2) клюв;
    3) хобот (насекомого); 4) морда, рыло (животного); 5) нюх, чутьё, обоняние;

    έχω γερή μύτη — иметь хорошее обоняние, чутьё, нюх;

    6) кончик, остриё (иглы и т. п.);
    7) нос (лодки и т. п.); носок (ботинка и т. п.);

    § χώνω παντού τη μύτη μου — всюду совать свой нос;

    τραβώ ( — или σέρνω) από τη μύτη — а) командовать (кем-л.), заставлять плясать под свою дудку (кого-л.); — б) водить за нос (кого-л.);

    σηκώνω τη μύτη ψηλά — или έχω (α)ψηλή μύτη — задирать нос;

    φέρνω μπροστά στη μύτη κάποιου — ткнуть носом кого-л. (во что-л.);

    δε βλέπω πέρ' από ( — или ως) τη μύτη μου — дальше своего носа не видеть;

    τρέχει ( — или στάζει) η μύτ μου — у меня насморк;

    μου βγήκε (ξυνό) από τη μύτη — мне дорого стоило это (удовольствие, радость и т. п.); — мне это вышло боком;

    δε μάτωσε ( — ила δε λύθηκε) μύτηобошлось без кровопролития (о драке);

    περπατώ στίς μύτες (των παπουτσιών) — ходить на цыпочках

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μύτη

См. также в других словарях:

  • μιλάω — / μιλώ, μίλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σπουδαιολογώ — μιλάω για σπουδαία πράγματα ή μιλάω σοβαρά για κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιλώ — μιλάω / μιλώ, μίλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • βαρβαρίζω — και βερβερίζω (AM βαρβαρίζω και Μ βερβερίζω) 1. κάνω γλωσσικά σφάλματα, κυρίως γραμματικά 2. βγάζω άναρθρους φθόγγους νεοελλ. 1. φλυαρώ 2. τρομάζω, φρίττω αρχ. 1. συμπεριφέρομαι ή μιλάω σαν βάρβαρος, σαν να μην είμαι Έλληνας 2. μιλάω παρεφθαρμένα …   Dictionary of Greek

  • βραβεύς — βραβεύς, ο (Α) 1. αυτός που απονέμει τα βραβεία 2. κριτής, διαιτητής 3. ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι, αν ως αρχική σημασία της λ. θεωρηθεί η «κριτής, διαιτητής (και ιδιαίτερα σε αγώνες)», τότε το βραβεύς θα πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • Stavros Konstantinou — Infobox musical artist Name = Stavros Konstantinou Img capt = Img size = 204 Landscape = Background = group or band Alias = Born = birth date and age|1984|8|26 Origin = Nicosia,Cyprus Genre = Pop music Years active = 2004 mdash; Label =… …   Wikipedia

  • άχνα — (I) η 1. αχνός, ατμός 2. ελαφριά πνοή, αναπνοή 3. φρ. «δεν βγάζω άχνα» δεν μιλάω καθόλου, σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχνίζω(ΙΙ), με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. λαχτάρα < λαχταρίζω, μαγάρα < μαγαρίζω, φοβέρα < φοβερίζω κ.ά.)]. (II) ἄχνα, η… …   Dictionary of Greek

  • απαρτιλογώ — ἀπαρτιλογῶ ( έω) (Μ) λέω τα πρέποντα, μιλάω ορθά, σωστά …   Dictionary of Greek

  • αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… …   Dictionary of Greek

  • αυθαδ(ε)ιάζω — [AM αὐθαδ(ε)ιάζομαι] συμπεριφέρομαι ἡ μιλάω με αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. αυθαδειάζομαι < αυθάδεια αυθαδιάζομαί < αυθαδία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»